παμπόνηρος

παμπόνηρος
-η, -ο
ο πολύ πονηρός, πονηρότατος: Είσαι παμπόνηρη αλεπού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παμπόνηρος — thoroughly depraved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόνηρος — η, ο (ΑΜ παμπόνηρος, ον) πάρα πολύ πονηρός, πάρα πολύ κακός («Παύσων ὁ παμπόνηρος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. τετραπέρατος, διαβολεμένος, πανέξυπνος 2. φρ. «παμπόνηρη αλεπού» ύπουλος άνθρωπος νεοελλ. μσν. αυτός που υποκρίνεται τον αγαθό ενώ στην… …   Dictionary of Greek

  • παμπονήρως — παμπόνηρος thoroughly depraved adverbial παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόνηρον — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem acc sg παμπόνηρος thoroughly depraved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονηρότατος — παμπόνηρος thoroughly depraved masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονήροις — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονήρου — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονήρους — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονήρων — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονήρῳ — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”